- συγχρονισμένος
- η , ο1) модернизированный; современный;
συγχρονισμένος άνθρωπος — современный человек;
2) синхронизированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγχρονισμένος άνθρωπος — современный человек;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναχρονιστικός — ή, ό ο μη συγχρονισμένος, απαρχαιωμένος, οπισθοδρομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία από τον συγγραφέα Π. Αποστολίδη] … Dictionary of Greek
ασυγχρόνιστος — η, ο [συγχρονίζω] 1. αυτός που δεν είναι συγχρονισμένος, που δεν γίνεται συγχρόνως με κάτι άλλο 2. ο αναχρονιστικός 3. ασύγχρονος … Dictionary of Greek
ασυντόνιστος — η, ο 1. (για μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει συντονιστεί, που δεν έχει ρυθμιστεί στον ίδιο τόνο με άλλον 2. ο μη εναρμονισμένος, ο μη συγχρονισμένος με κάποιον («ασυντόνιστες ενέργειες») … Dictionary of Greek
ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… … Dictionary of Greek
συγχρονίζω — ΝΜΑ [σύγχρονος] νεοελλ. (μτβ.) 1. επιτυγχάνω τη χρονική σύμπτωση ενεργειών, κινήσεων ή καταστάσεων («οι χορευτές προσπαθούν να συγχρονίσουν τις κινήσεις τους») 2. προσαρμόζω κάτι στη σύγχρονη κατάσταση, στις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονίζω 3.… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
συγχρονίζομαι — συγχρονίζομαι, συγχρονίστηκα, συγχρονισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναχρονιστικός — ή, ό αυτός που δεν είναι συγχρονισμένος, ο οπισθοδρομικός: Έχεις ιδέες εντελώς αναχρονιστικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυγχρόνιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι συγχρονισμένος, προσαρμοσμένος στο πνεύμα της εποχής, οπισθοδρομικός: Η νομοθεσία της χώρας μας σε πολλά σημεία μένει ασυγχρόνιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενήμερος — η, ο 1. που γνωρίζει καλά όσα συμβαίνουν κάθε ημέρα. 2. που γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες ενός θέματος, ο πληροφορημένος καλά, ο κατατοπισμένος: Είναι ενήμερος στα πολιτικά. 3. ο μη καθυστερημένος, ο συγχρονισμένος: Είναι ενήμερος στις πληρωμές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)